- διαλυτός
- -ή, -ό (AM διαλυτός, -ή, -όν) [διαλύω]1. αυτός που επιδέχεται διάλυση, που μπορεί να διαλυθεί2. αυτός που επιδέχεται τήξη ή αποσύνθεση3. χημ. ο ικανός να διαλυθεί σε υγρό (π.χ. αλάτι ή ζάχαρη μέσα στο νερό).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάλυτος — διάλυτος, ον (Α) [διαλύω] 1. ο διαλυμένος 2. ο χαλαρωμένος, ο μαλθακός 3. ο διαλυτός* … Dictionary of Greek
διαλυτός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλυτος — relaxed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτός — ή, ό αυτός που είναι δυνατόν να διαλυθεί: Η ζάχαρη είναι στοιχείο διαλυτό στο νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλυτόν — διαλυτός masc/fem acc sg διαλυτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλυτον — διάλυτος relaxed masc/fem acc sg διάλυτος relaxed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτῷ — διαλυτός masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλύτοις — διάλυτος relaxed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλύτοισιν — διάλυτος relaxed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλύτῳ — διάλυτος relaxed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)